τζίφρα

τζίφρα
[дзифра] ουσ. Θ. монограмма, мензель, росчерк

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τζίφρα" в других словарях:

  • τζίφρα — και τσίφρα, η, Ν υπογραφή, μονογραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. cifra < αραβ. cifr «μηδέν»] …   Dictionary of Greek

  • τζίφρα — η (λ. λατ.), υπογραφή, μονογραφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζερό — το (κυρίως στο παιχνίδι τής ρουλέτας) το μηδέν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. zero < ιταλ. zero < zefiro, < αραβ. sifr «μηδέν», πιθ. < ελλ. ψήφος πρβλ. και λ. τσίφρα /τζίφρα) …   Dictionary of Greek

  • σίγλη — η, ΝΑ σύντομη γραφή ενός ονόματος, γραφή με μονοκοντυλιά, τζίφρα νεοελλ. καθεμιά από τις λέξεις στερεότυπης γραφής που παριστάνονται είτε με τα αρχικά τους γράμματα είτε με μια χαρακτηριστική τους συλλαβή και χρησιμοποιούνται στα στενογραφικά… …   Dictionary of Greek

  • τσίφρα — η, Ν βλ. τζίφρα …   Dictionary of Greek

  • τσίφρα — η βλ. τζίφρα, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»